Πένθος και κατάθλιψη: Πώς διαφοροποιούνται;

Χρόνος ανάγνωσης
less than
1 minute
Read so far

Πένθος και κατάθλιψη: Πώς διαφοροποιούνται;

Αύγουστος 10, 2018
Από: journalist
Τελευταία ενημέρωση: 5 έτη πριν

Αν και το συναίσθημα που κυριαρχεί στο πένθος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «καταθλιπτικό», η κατάθλιψη ως διαταραχή διαφοροποιείται από το πένθος.

Η απώλεια ενός αγαπημένου ανθρώπου από τη ζωή μάς οδηγεί στο πένθος, μια περίοδο έντονης θλίψης και αισθήματος «κενού». Η περίοδος αυτή και η συναισθηματική κατάσταση που τη συνοδεύει είναι αναμενόμενη και φυσιολογική, διαφοροποιείται δε ως προς τη διάρκεια και την ένταση των συναισθημάτων από άτομο σε άτομο και ανάλογα με τη σχέση που είχε με τον άνθρωπο που έφυγε από τη ζωή. Το πένθος είναι η διαδικασία μέσα από την οποία το άτομο αποχαιρετά, συνειδητοποιεί και προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα, που είναι η καθημερινότητα χωρίς τον άνθρωπο που απεβίωσε.

Είναι μια διαδικασία φυσιολογική, απαραίτητη, που αν και δυσάρεστη, πρέπει να βιωθεί ως στάδιο «επούλωσης» για την ομαλή συνέχιση της ζωής του ατόμου. Για αυτό και το πένθος δεν είναι κάτι που πρέπει να θεραπευθεί, να διακοπεί ή να αποφευχθεί.

Αντίθετα, μια καταθλιπτική διαταραχή χρειάζεται θεραπευτική αντιμετώπιση, καθώς η επίπτωσή της μπορεί να είναι ιδιαίτερα σοβαρή, έως και απειλητική για τη ζωή του ατόμου. Αν και το συναίσθημα που κυριαρχεί στο πένθος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «καταθλιπτικό», η κατάθλιψη ως διαταραχή (μείζων καταθλιπτική διαταραχή) διαφοροποιείται από το πένθος. Ας δούμε ποια είναι τα κεντρικά συμπτώματα ενός μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου και πώς αυτά διαφοροποιούνται από τα χαρακτηριστικά μιας περιόδου πένθους:

Στο καταθλιπτικό επεισόδιο:

  • Κυριαρχεί επίμονη καταθλιπτική διάθεση και ένα αίσθημα ανικανότητας για προσμονή χαράς ή ευχαρίστησης
  • Η καταθλιπτική διάθεση είναι έντονη και επίμονη και δεν περιορίζεται απαραίτητα σε συγκεκριμένες σκέψεις ή ανησυχίες
  • Το άτομο αδυνατεί να βιώσει θετικά συναισθήματα ή να κάνει χιούμορ, η καταθλιπτική διάθεση συνήθως είναι «εκεί» συνέχεια, δεν διακόπτεται.
  • Η καταθλιπτική διάθεση συχνά συνοδεύεται από σκέψεις και νοητικούς «μηρυκασμούς» αρνητικής αυτοκριτικής και απαισιοδοξίας
  • Συχνά, κυριαρχούν αισθήματα αναξιότητας, αυτο-απόρριψης και απέχθειας προς τον εαυτό
  • Στις περιπτώσεις που υπάρχουν σκέψεις τερματισμού της ζωής, αυτές μπορεί να σχετίζονται με αίσθημα αναξιότητας, με το αίσθημα ότι το άτομο δεν αξίζει να συνεχίσει να ζεί ή ότι αδυνατεί να αντέξει τον πόνο της κατάθλιψης.

Στην περίοδο του πένθους:

  • Κυριαρχούν συναισθήματα απώλειας και κενού
  • Ο ψυχικός πόνος και η δυσφορία συχνά μειώνονται σε ένταση καθώς ο χρόνος περνά και γίνονται αντιληπτά σε «κύματα», δηλαδή υπάρχουν εξάρσεις και υφέσεις των συναισθημάτων
  • Οι συνοδές σκέψεις είναι περισσότερο εστιασμένες στον εκλιπόντα και σε οτιδήποτε (αντικείμενα, μέρη, καταστάσεις) τον/την θυμίζουν.
  • Ο πόνος του πένθους είναι δυνατό να συνοδεύεται από θετικά συναισθήματα ή έκφραση χιούμορ
  • Κατά την περίοδο του πένθους η αυτοεκτίμηση συνήθως δεν επηρεάζεται
  • Περιπτώσεις αρνητικής αυτοκριτικής και αυτομομφής στο πένθος, συνήθως είναι αποτέλεσμα αυτοαξιολόγησης σε σχέση με την επαφή και την επικοινωνία  που είχε το άτομο με τον εκλιπόντα. Πχ μπορεί να σκέπτεται «έπρεπε να τον/την επισκέπτομαι συχνότερα», «δεν του/της στάθηκα αρκετά» κ.α.
  • Σε περίπτωση σκέψεων περί θανάτου, αυτές συνήθως εστιάζονται στον άνθρωπο που δεν είναι πια στη ζωή.

Όπως φαίνεται από τα παραπάνω, υπάρχουν αισθητές διαφορές ανάμεσα στις δυο καταστάσεις, όπως και στοιχεία που συνυπάρχουν, με κυρίαρχο το αίσθημα της θλίψης. Είναι σημαντικό και βοηθητικό για έναν άνθρωπο που πενθεί, αλλά και για τους γύρω του, να μπορούν να αναγνωρίσουν το πένθος του. Η περίοδος του πένθους, όντας αναμενόμενη και φυσιολογική μετά από ένα θάνατο, γνωρίζουμε ότι θα εξασθενήσει και θα ολοκληρωθεί φυσικά. Αντίστοιχα, είναι απαραίτητο να διερευνάται κατά πόσο η κατάσταση του ατόμου διαφοροποιείται από αυτή του πένθους και έχουμε σημάδια ενός καταθλιπτικού επεισοδίου. Σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη η κατάλληλη, ανάλογα με τη βαρύτητα του προβλήματος, ψυχοθεραπευτική παρέμβαση ή/και φαρμακευτική αγωγή από ιατρό ή εξειδικευμένο ειδικό ψυχικής υγείας.

Πηγή: www.iatronet.gr