Οι Έλληνες ζουν περισσότερο

Χρόνος ανάγνωσης
less than
1 minute
Read so far

Οι Έλληνες ζουν περισσότερο

Μάρτιος 07, 2018
Από: journalist
Τελευταία ενημέρωση: 6 έτη πριν

Αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα και μάλιστα ξεπερνά τον μέσο όρο των   των χωρών της Ε.Ε., ενώ η αποτρεπτή θνησιμότητα έχει μειωθεί και υπολείπεται ελάχιστα του μέσου όρου. Η  καλή υγεία του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού καταλαμβάνει την έκτη (6η) θέση στην Ευρώπη. Μάλιστα, ενώ οι πολίτες υψηλού εισοδήματος κατατάσσονται στην όγδοη (8η) θέση, ο πληθυσμός χαμηλού εισοδήματος κατέχει την πρώτη (1η) θέση καλής υγείας, στο πλαίσιο των 28 χωρών.

Διαφαίνεται όμως ότι, η καλή κατάσταση υγείας απειλείται σοβαρά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, σε συνδυασμό με τις αποτυχίες της διαχρονικά ασκούμενης πολιτικής.

Η μη ικανοποιούμενη ανάγκη περίθαλψης έχει προσλάβει εξαιρετικές διαστάσεις. Η συμπεριφορά των πολιτών και ιδιαίτερα των χαμηλότερων εισοδημάτων έχει επηρεαστεί αρνητικά από τη συνεχή αύξηση των ιδιωτικών πληρωμών. Η καθολική πρόσβαση των ανασφάλιστων στις δημόσιες δομές υγείας δεν φαίνεται να προκαλεί αξιόλογο περιορισμό στις άμεσες πληρωμές, αφού δεν αντιμετωπίζονται τα κόστη πρόσβασης και χρόνου και οι άδηλες και έκνομες χρηματικές απαιτήσεις μεγάλης μερίδας λειτουργών της υγείας.

Το νοσοκομειακό ΕΣΥ διοικείται κεντρικά και ερασιτεχνικά, παραμένοντας αυστηρά ιατροκεντρικό, ενώ η εξωνοσοκομειακή δημόσια φροντίδα είναι υποτονική, περιπτωσιακή, «συνταγογραφική» και αναποτελεσματική, χωρίς δράσεις αγωγής υγείας, πρόληψης, κατ’ οίκον νοσηλείας, αποκατάστασης κλπ. Ουσιαστικά, δεν υπάρχουν προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου, με ορατές τις δυσμενείς συνέπειες. Π.χ., αν και τα ποσοστά κρουσμάτων θεραπεύσιμων μορφών καρκίνου είναι σημαντικά χαμηλότερα στην Ελλάδα, η θνησιμότητα είναι ίδια με τις άλλες χώρες της Ε.Ε.

Οι χρόνιες παθήσεις επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα διαβίωσης και η διάρκεια ζωής με καλή υγεία μειώνεται συνεχώς. Το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό δεν μετεκπαιδεύεται στις μεθόδους έγκαιρης ανίχνευσης παθολογικών καταστάσεων και αποφυγής επιβαρυντικών συνηθειών.

Τα υψηλά ποσοστά νοσοκομειακών λοιμώξεων, επανεισαγωγών, κατανάλωσης αντιβιοτικών κλπ είναι απαράδεκτα. Στα ελληνικά νοσοκομεία δεν χρησιμοποιούνται δείκτες αξιολόγησης, ούτε είναι διαθέσιμα αναλυτικά στοιχεία, προσδιοριστικά της ποιότητας της ιατρονοσηλευτικής φροντίδας. Η κατάσταση των κτιριακών και μηχανολογικών υποδομών, οι χρόνοι αναμονής και η ελλιπής ξενοδοχειακή φροντίδα καθιστούν δυσδιάκριτο τον σεβασμό της αξιοπρέπειας των ασθενών, παρά τις ακάματες προσπάθειες της πλειοψηφίας του προσωπικού.

Είναι προφανής η ανάγκη διατύπωσης ενός σύγχρονου «δόγματος» για την ευρεία μεταρρύθμιση του ΕΣΥ, αντί των δευτερευουσών, περιπτωσιακών και συχνά λανθασμένων παρεμβάσεων.

Πρόκειται για συμπεράσματα έκθεσης που πραγματοποίησε η Ελληνική Εταιρία Management Υπηρεσιών Υγείας (ΕΕΜΥΥ) και παροπυσίασε στη διάρκεια του 19ου Συνεδρίου της Εταιρίας, που είχε τίτλο: «Η Μετάβαση του ΕΣΥ από την Ποσότητα στην Αξία.